αρμονικός

αρμονικός
-ή, -ό (Α ἁρμονικός, -ή, -όν) [αρμονία]
νεοελλ.
1. ο κανονικός, αυτός που έχει σωστές αναλογίες
2. ο χωρίς παραφωνίες, αυτός που γίνεται με ομόνοια και κατανόηση («αρμονική συμβίωση, συνύπαρξη»)
αρχ.
1. ο μουσικός, ο σύμφωνος με τους νόμους της μουσικής
2. εκείνος που φέρνει αρμονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἁρμονικός — skilled in music masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονικός — skilled in music masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την αρμονία, που γίνεται με ομόνοια και αγάπη: Όλα αυτά τα χρόνια η συνεργασία μας ήταν αρμονική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἁρμονικά — Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc pl Ἁρμονικά̱ , Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc/acc dual Ἁρμονικά̱ , Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονικά — ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc pl ἁρμονικά̱ , ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc/acc dual ἁρμονικά̱ , ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁρμονικώτερον — Ἁρμονικός skilled in music adverbial comp Ἁρμονικός skilled in music masc acc comp sg Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονικώτερον — ἁρμονικός skilled in music adverbial comp ἁρμονικός skilled in music masc acc comp sg ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁρμονικῶν — Ἁρμονικός skilled in music fem gen pl Ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονικῶν — ἁρμονικός skilled in music fem gen pl ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁρμονικόν — Ἁρμονικός skilled in music masc acc sg Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”